τραύλισμα

τραύλισμα
Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από απότομο σταμάτημα της ομιλίας (ατονικό τ.) ή από παρεμβολή στην αρχή ή στη μέση της φράσης ενός φωνήεντος που δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι προηγείται ή ακολουθεί (παραλαλικό τ.). Το τ. συναντάται περίπου στο 1% των ανθρώπων και προσβάλλει συχνότερα το ανδρικό φύλο. Μπορεί να είναι κληρονομικό. Η συχνότερη ηλικία εμφάνισής του είναι 6-10 ετών. Γίνεται εντονότερο με τις συγκινήσεις, ενώ μετριάζεται ή εξαφανίζεται με το τραγούδι. Το τ. θεωρείται διαταραχή ψυχογενούς φύσης· ανάλογα με τον βαθμό έντασής του διακρίνεται σε διστακτική προφορά των λέξεων, σε ψεύδισμα και σε σταμάτημα της ομιλίας. Ανάλογα με το πού εμποδίζεται η προφορά της λέξης το τ. διακρίνεται σε λαρυγγικό, γλωσσικό, οδοντικό και χειλικό. Η θεραπεία του τ. περιλαμβάνει ασκήσεις αναπνευστικής γυμναστικής, γενικής χαλάρωσης και πάνω απ’ όλα ψυχοθεραπευτική αγωγή του ατόμου και του περιβάλλοντος.
* * *
το, ΝΜΑ [τραυλίζω]
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραύλισμα — το, ατος τραυλισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλαλικός — ή, ό [παραλαλία] 1. ο σχετικός με την παραλαλία 2. φρ. «παραλαλικό τραύλισμα» ιατρ. είδος διαταραχής τού λόγου, τραύλισμα με αντικατάσταση ενός φθόγγου από έναν άλλο …   Dictionary of Greek

  • βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… …   Dictionary of Greek

  • βατταρισμός — ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω] το τραύλισμα μσν. ο τερετισμός των χελιδονιών …   Dictionary of Greek

  • βαττολογώ — (AM βαττολογῶ, έω) φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < *βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό ττ ) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • δυσλαλία — η ιατρ. δυσκολία στην άρθρωση τών λέξεων, τραύλισμα …   Dictionary of Greek

  • μογιλαλία — η (Α μογιλαλία) [μογιλάλος] αδυναμία στην άρθρωση συλλαβών, τραύλισμα …   Dictionary of Greek

  • βραδυγλωσσία — η η δυσκολία στην ομιλία, το τραύλισμα: Η βραδυγλωσσία του τον εμποδίζει και τον κουράζει στην επικοινωνία του με τους άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”