- τραύλισμα
- Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από απότομο σταμάτημα της ομιλίας (ατονικό τ.) ή από παρεμβολή στην αρχή ή στη μέση της φράσης ενός φωνήεντος που δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι προηγείται ή ακολουθεί (παραλαλικό τ.).
Το τ. συναντάται περίπου στο 1% των ανθρώπων και προσβάλλει συχνότερα το ανδρικό φύλο. Μπορεί να είναι κληρονομικό. Η συχνότερη ηλικία εμφάνισής του είναι 6-10 ετών. Γίνεται εντονότερο με τις συγκινήσεις, ενώ μετριάζεται ή εξαφανίζεται με το τραγούδι. Το τ. θεωρείται διαταραχή ψυχογενούς φύσης· ανάλογα με τον βαθμό έντασής του διακρίνεται σε διστακτική προφορά των λέξεων, σε ψεύδισμα και σε σταμάτημα της ομιλίας. Ανάλογα με το πού εμποδίζεται η προφορά της λέξης το τ. διακρίνεται σε λαρυγγικό, γλωσσικό, οδοντικό και χειλικό. Η θεραπεία του τ. περιλαμβάνει ασκήσεις αναπνευστικής γυμναστικής, γενικής χαλάρωσης και πάνω απ’ όλα ψυχοθεραπευτική αγωγή του ατόμου και του περιβάλλοντος.
* * *το, ΝΜΑ [τραυλίζω]1. τραυλισμός, ψεύδισμα2. ψέλλισμανεοελλ.βραδυγλωσσία.
Dictionary of Greek. 2013.